- ακατάπιαστος
- -η, -ο [καταπιάνω]1. εκείνος, με τον οποίο δεν έχει καταπιαστεί κάποιος, δεν τόν έχει αρχίσει«πρόβλημα ακατάπιαστο», «οικοδομή ακατάπιαστη»2. αυτός που δεν έχει ασχοληθεί με κάτι, ο άπειρος«ακατάπιαστος στην τέχνη»3. όποιος δεν μπορεί να εκτελεστεί, να ολοκληρωθεί«ακατάπιαστα σχέδια».
Dictionary of Greek. 2013.